σκοπάρχης

σκοπάρχης
και σκόπαρχος, ὁ, Α
ο αρχηγός τών επιτηρητών τής εμπροσθοφυλακής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκοπός «φρουρός» + -άρχης* / -αρχος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκοπάρχου — σκοπάρχης chief scout masc gen sg σκοπάρχης chief scout masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκόπαρχος — σκοπάρχης chief scout masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”